- σελλάστρωσις
- -ώσεως, ἡ, Α1. συμπόσιο κατά το οποίο οι παρευρισκόμενοι κάθονταν σε δίφρους2. το στρώσιμο τών ιερών δίφρων τών θεαινών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. sellisternium < sella (βλ. λ. σέλλα) + sterno «στρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.